- εύορκος
- -η, -ο (Α εὔορκος, -ον)αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.)νεοελλ.συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινήςαρχ.1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις εὔορκον εἶναι ἀμφοτέροις», Θουκ.)2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) εὔορκον, εὔορκαευόρκως.επίρρ...ευόρκως (Α εὐόρκως)1. σύμφωνα με την υπόσχεση που δόθηκε με όρκο2. ευσυνειδήτως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρκος].
Dictionary of Greek. 2013.